στρεμματικός

στρεμματικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρέμμα
2. φρ. «στρεμματικός φόρος» — φόρος εισπραττόμενος κατά στρέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρέμμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρεμματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο στρέμμα: Η στρεμματική απόδοση είναι πολύ χαμηλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”